- πολυδαίδαλος
- πολυδαίδαλοςhighlymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυδαίδαλος — η, ο / πολυδαίδαλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. δαιδαλώδης, λαβυρινθώδης («πολυδαίδαλη αίθουσα») 2. μτφ. πολύπλοκος, περίπλοκος, αδιέξοδος («πολυδαίδαλη επιχειρηματολογία») μσν. (για ηθοποιούς) πολύ ικανός, πολύ επιδέξιος αρχ. 1. (για αντικείμενο)… … Dictionary of Greek
πολυδαίδαλον — πολυδαίδαλος highly masc/fem acc sg πολυδαίδαλος highly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδαιδάλοισι — πολυδαίδαλος highly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδαιδάλου — πολυδαίδαλος highly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδαιδάλῳ — πολυδαίδαλος highly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδαίδαλα — πολυδαίδαλος highly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδαίδαλοι — πολυδαίδαλος highly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύκοσμος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «πολυδαίδαλος, πολυποίκιλος». [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοσμος (< κόσμος «στολισμός»), πρβλ. εύ κοσμος] … Dictionary of Greek